8.2. Ημέρα 2η – Χορεύοντας στο Κουνκάνι (Cuncani)

Σάββατο 31 Αυγούστου
Ξυπνάω πριν τις 7:00, πιο νωρίς από τους υπόλοιπους, και βγαίνω από τη σκηνή. Έχει ξημερώσει και ήδη κάτω στα λουτρά υπάρχει κόσμος. Σε ένα θάμνο μπροστά μου ένα κολιμπρί πετάει “ακίνητο” στον αέρα. Σκέφτομαι ότι παρόλο το υψόμετρο βρίσκομαι σε τροπικό μέρος.

Ο Οκτάβιο με τον Φελισιάνο παρασκευάζουν τσάι. Με την τσαγιέρα και κούπες πηγαίνουν στην είσοδο των σκηνών. Ωραίος τρόπος να ξυπνάς. Ακούς να σε καλούνε και δεν θέλεις να τους αφήνεις να στέκονται έξω από την σκηνή σου, οπότε σηκώνεσαι, ανοίγεις και παίρνεις το ζεστό σου τσάι. Σε λίγο σου φέρνουν και μία λεκάνη με ζεστό νερό για να πλυθείς. Ακολουθεί πρωινό στη μεγάλη σκηνή. Ανάλογα την ημέρα μας προσέφεραν ψωμί, μαρμελάδες, μέλι, αυγά τηγανητά, κρέπες, φρούτα, τσάι, καφές κλπ.

Μαζεύουμε τα πράγματά μας, υπνόσακους, υποστρώματα στα λουκάνικα και παίρνουμε μαζί μας ότι θεωρούμε απαραίτητο όπως fleece, αδιάβροχο, νερό στα μικρά ημερήσια σακίδια. Επίσης κάθε πρωί μας προμήθευαν με ένα μικρό κολατσιό που το καταναλώναμε σε κάποια στάση, συνήθως φρούτο, σοκολάτα και μπισκότα ή ξηρούς καρπούς. Το μάζεμα των σκηνών και το φόρτωμα στα άλογα το αναλαμβάνουν οι αχθοφόροι ενώ εμείς αναχωρούμε με τον Χέρμαν.

Στην περιοχή που βαδίζουμε δεν υπάρχουν δρόμοι, οι μετακινήσεις εξυπηρετούνται από μονοπάτια. Έτσι συχνά συναντάμε ντόπιους που πηγαίνουν στις καθημερινές ασχολίες τους. Περνάμε δύο χωριά. Στο νεκροταφείο έξω από το δεύτερο παρατηρούμε ότι σε μεγάλο ποσοστό οι τάφοι είναι μικροί, παιδικοί, ένδειξη για παιδική θνησιμότητα στις δύσκολες συνθήκες των βουνών. Ο ουρανός είναι βαρύς, μας πιάνει βροχή. Ο Φελισιάνο με το βαρύ του σακίδιο και ο Οκτάβιο με τον βοηθό του που οδηγούν τα άλογα, μας φτάνουν και μας προσπερνούν προπορευόμενοι για να στήσουν τις σκηνές και να ετοιμάσουν μεσημεριανό.

Από αριστερά: Κάρολ, Πίτερ, Χέρμαν, Κώστας

Έχουμε κερδίσει υψόμετρο και δεν υπάρχουν πλέον δέντρα. Βαδίζουμε μέσα σε μία κοιλάδα, ψηλά στην δεξιά πλαγιά με το ποτάμι κάτω και αριστερά μας να κυλάει παράλληλα προς την ίδια με εμάς κατεύθυνση. Απέναντι ρέματα με πολλαπλούς καταρράκτες σε σειρά χύνονται κάθετα στο ποτάμι. Τα βουνά γύρω μας είναι χωμένα στα σύννεφα. Μα μπροστά μας στο βάθος υψώνεται μία χαμηλότερη κορυφή σε μια στενόμακρη ράχη χωρίζοντας την κοιλάδα στα δύο. Όσο πλησιάζουμε τόσο πιο εντυπωσιακή και όμορφη γίνεται. Ακολουθούμε τον δεξιό κλάδο ανηφορίζοντας, έχοντας πλέον την κορυφή αριστερά και πάνω μας.

Φτάνουμε στο χωριό Κουνκάνι και πρώτα συναντάμε το σχολείο και το γήπεδο ποδοσφαίρου. Δίπλα βρίσκεται το θερμοκήπιο όπου χαμηλές πέτρινες ξερολιθιές σχηματίζουν διαδρόμους μέσα στους οποίους βρίσκονται δεντρίλια ύψους μερικών εκατοστών. Για προστασία από το κρύο είναι σκεπασμένα με καλάμια. Το νάιλον είναι ακριβό, σκίζεται και χαλάει γρήγορα. Συνεχίζουμε την ανάβαση ανάμεσα από τα αραιά σπίτια του χωριού. Συναντάμε μόνο ηλικιωμένους και παιδάκια, οι μεγάλοι είναι στα χωράφια και στα ζώα. Κατασκηνώνουμε νωρίς το μεσημέρι στα 3.900 m στην άκρη μιας μεγάλης επίπεδης έκτασης, στους πρόποδες πλαγιών από τις οποίες κατεβαίνουν πολυάριθμα ρέματα. Ο Οκτάβιο σπεύδει στο πλησιέστερο και γεμίζει την τσαγιέρα. Αφού το βράσει γεμίζουμε με νερό τα παγούρια μας. Με τον Γιώργο προσθέτουμε και ταμπλέτες καθαρισμού. Ώρα φαγητού, μεταξύ άλλων και ενός νοστιμότατου πολτού από αβοκάντο. Η μαγική λέξη κατά τη διάρκεια του φαγητού είναι “γιάπα” η οποία στη διάλεκτο κέτσουα σημαίνει “και άλλο”. Ο Χέρμαν πάντα ρωτάει και μετά φωνάζει: “Octavioοο… γιάπα !! ”.

Μετά το πλούσιο γεύμα οι υπόλοιποι πέφτουν για ύπνο. Έχει ακόμη γύρω στις δύο ώρες φως και θέλω να το εκμεταλλευτώ για να ανέβω στην κορυφή απέναντι που χωρίζει την κοιλάδα. Φορώντας ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και έχοντας μαζί σκούφο, αδιάβροχο και μαντίλι ξεκινάω. Στην επίπεδη έκταση μπροστά μου τα ρέματα των γύρω πλαγιών έχουν ενωθεί και πλατύνει και αναγκάζομαι να κάνω συνεχώς παρακάμψεις για να βρω περάσματα. Αρκετά ψηλά στην πλαγιά βλέπω ντόπιους να οδηγούν σε ένα μονοπάτι λάμα, αλπάκα και πρόβατα. Ξεχωρίζουν τα έντονα χρώματα των ρούχων τους όπου κυριαρχεί το κόκκινο στις εσάρπες, τα πόντσο και τα καπέλα. Αρχίζω να ανεβαίνω κάθετα, σχεδόν τρέχοντας, σταματώντας κατά διαστήματα για βαθιές ανάσες λόγω του υψομέτρου. Ο καιρός ανοίγει. Βλέπω την κοιλάδα από όπου ήρθαμε, ολόγυρα χιονισμένα βουνά. Τώρα ανεβαίνω κατά μήκος την κορυφογραμμή όλο και πιο ανηφορικά, έχοντας αριστερά την κυρίως κοιλάδα με το ποτάμι ενώ δεξιά, χαμηλά, μακριά βλέπω τις σκηνές. Λίγο κάτω από την κορυφή σταματάω γιατί ο καιρός ξανακλείνει και η κορυφή βρίσκεται πλέον μέσα στα σύννεφα. Κατεβαίνοντας κάθομαι σε ένα βράχο παρατηρώντας χαμηλότερα την οικογένεια με τα ζώα που είδα καθώς ανέβαινα. Βρίσκονται όλοι μέσα σε ένα μαντρί, μια κυκλική περίφραξη με πέτρες. Με το πορτοκαλί αδιάβροχό μου σίγουρα με έχουν δει και αυτοί. Αποφασίζω να τους επισκεφτώ αλλά δεν θέλω να προσεγγίσω από ψηλά μήπως τους φοβίσω ή φανώ αγενής. Κατεβαίνω χαμηλότερα και τους προσεγγίζω ανεβαίνοντας από ένα μονοπάτι. Με καλούνε μέσα από την περίφραξη. Σε μία πλευρά όπου η ξερολιθιά είναι λίγο ψηλότερη έχουν ανάψει φωτιά και μου προσφέρουν τσάι με πίσκο (pisco) (τσίπουρο) σε πήλινο ποτήρι. Είναι ένα αντρόγυνο, ο παππούς, η γιαγιά και τέσσερα παιδάκια. Η μαμά και η γιαγιά εργάζονται καθαρίζοντας ρόκες καλαμποκιού από τα φύλλα. Τα παιδιά παίζουν και γελάνε και τους δίνω καραμέλες. Μιλάνε τη διάλεκτο κέτσουα των Ίνκα. Με νοήματα και λίγα ισπανικά με ρωτάνε από πού έρχομαι. Πώς να τους εξηγήσω; Από πολύ μακριά τους απαντώ. Α, από το Κούσκο, αποφαίνονται. Με λίγες λέξεις και νοήματα μου δίνουν να καταλάβω ότι κάτι γιορτάζουν σήμερα. Ο παππούς αρχίζει να παίζει τουμπερλέκι και ο πατέρας φλογέρα και λικνιζόμαστε όλοι στον ρυθμό. Ο πατέρας και ο παππούς σηκώνονται, παίζουν μουσική και χορεύουν. Σηκώνομαι και εγώ και τα πιτσιρίκια ξεκαρδίζονται στα γέλια με εμένα που χορεύω. Η ώρα περνάει, ο καιρός συνεχώς χειροτερεύει οπότε τους αποχαιρετώ για να φτάσω εγκαίρως στις σκηνές λίγο πριν νυχτώσει. Η τροχιά του ήλιου κοντά στον ισημερινό είναι σχεδόν κατακόρυφη στον ορίζοντα. Ο ήλιος πέφτει απότομα όπως και το σκοτάδι, χωρίς σούρουπο, γύρω στις 17:30.

Το απόγευμα αρχίζει να βρέχει δυνατά και καθόμαστε στη μεγάλη σκηνή, πίνουμε τσάι, συζητάμε και λέμε ιστορίες. Ο Πίτερ μας περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την επίσκεψή του σε ένα μικρό νησί της Ισλανδίας με αμέτρητα πουλιά. Καταβαίνοντας από το αεροπλάνο η αεροσυνοδός του δίνει μία στέκα ώστε να διώχνει τα πουλιά που επιτίθενται στο κεφάλι του μέχρι την αίθουσα αναμονής. Σε café στη μέση του πουθενά κουβεντιάζει με τον μπάρμαν ο οποίος είναι ισοβίτης και εναλλακτικά ως έκτιση της ποινής του επέλεξε την εργασία στο απομονωμένο αυτό νησί της Ισλανδίας.

Διαπιστώνω ότι ο Χέρμαν δεν έχει πυξίδα. Βγάζω και του χαρίζω τη δική μου. Πριν από δέκα χρόνια, φοιτητές σχεδιάζαμε να ανέβουμε στον Όλυμπο με τον καλύτερό μου φίλο τον Παναγιώτη και μου την έκανε δώρο. Εδώ θα είναι σίγουρα πιο χρήσιμη. Σε περίπτωση που χρειαστούμε πυξίδα έχει ο Γιώργος τη δική του. Ακόμη μέχρι σήμερα μετά από τρία χρόνια δεν έχω καταφέρει να βρω παρόμοια, μα είναι σημαντικό να χαρίζεις πράγματα που έχουν αξία για εσένα.

Μετά το φαγητό, γύρω στις εννέα πηγαίνουμε για ύπνο. Η σκηνή είναι αρκετά μεγάλη όχι όμως εντελώς στεγνή. Ευτυχώς έχουμε δύο υποστρώματα ο καθένας, ένα που μας προμήθευσαν και αυτό που κουβαλάμε από Ελλάδα. Προσπαθούμε να μην μετακινούμαστε ώστε να μην ακουμπάμε κάτω ή στα πλαϊνά, για να μην βρέχονται οι υπνόσακοι.

Αποχαιρετώντας την κορυφή κατά την αποχώρηση την 4η Ημέρα

No comments: