14. Αγιακούτσο (Ayacucho)

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2002

Ξυπνάμε αργά και αφήνουμε το δωμάτιο στις 12:00. Δεν γνωρίζουμε πότε θα ξαναβρούμε τράπεζα οπότε εξαργυρώνουμε travelers checks. Τρώμε γερό μεσημεριανό και εφοδιαζόμαστε με αρκετά μπισκότα και σοκολάτες για το δρόμο. Περιμένοντας να περάσει η ώρα, χαλαρώνουμε πίνοντας τσάι στον όροφο ενός café πάνω στην κεντρική πλατεία του Κούσκο με ωραία θέα, όπου παίζουμε και μία παρτίδα τάβλι. Το λεωφορείο για Αγιακούστο αναχωρεί στις 19:00. Σχετικά μικρό με μούρη μπροστά, φαρδιά λάστιχα, λιτό, στιβαρό, σχεδόν γεμάτο, με αρκετά πράγματα τοποθετημένα στη σχάρα της οροφής. Την πρώτη ώρα σε τηλεόραση προβάλλεται ντοκιμαντέρ με λιοντάρια στην Αφρική. Όταν η προβολή σταματάει από τα ηχεία ακούγεται χαρακτηριστική γρήγορη μουσική της περιοχής, με το όργανο charango, από μία κασέτα την οποία ακούμε επαναλαμβανόμενα συνέχεια μέχρι το πρωί. Με εντυπωσιακή δύναμη κινητήρα και σκληρές αναρτήσεις το λεωφορείο αντεπεξέρχεται εύκολα τις απότομες ανηφόρες και μπαίνει σχεδόν “με τις μπάντες” στις στροφές, πιο γρήγορα από το επιθυμητό στους στενούς χωματόδρομους δίπλα στους γκρεμούς των Άνδεων. Η θέρμανση είναι ελλιπής και οι υπόλοιποι επιβάτες έχουν φέρει μαζί τους κουβέρτες. Είχα προτρέψει τον Γιώργο να ντυθεί ζεστά φορώντας την σκελέα, μα έχοντας υπόψη του τα λεωφορεία για Πούνο δεν το έπραξε. Είναι λίγο συναχωμένος και αισθάνεται άβολα λόγω του κρύου και των συνεχών μεταβολών υψομέτρου κατά τη διέλευση χαράδρων και αυχένων. Προνοώντας έχω φορέσει σκελέα, αλλά και σκούφο, γάντια, μαντίλι, αδιάβροχο που έχουμε πάντα εύκαιρα. Κοιμάμαι ξυπνώντας για σύντομα διαστήματα και η διαδρομή μου φαίνεται σαν όνειρο. Τη νύχτα διασχίζουμε τον ποταμό Απουριμάκ.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2002

Άφιξη στις 5:00 στην πόλη Ανδαχουάιλας (Andahuaylas). Πρώτη και τελευταία φορά φτάνουμε δύο ώρες νωρίτερα από το αναμενόμενο, δείγμα του πόσο έτρεχε ο οδηγός. Δίχως όφελος όμως μια και εδώ θα αλλάξουμε λεωφορείο. Ρωτώντας προχωράμε μέχρι την μάντρα του νέου λεωφορείου. Ο οδηγός του βρίσκεται χωμένος από κάτω και το κατσαβιδιάζει. Πίνουμε τσάι σε ένα διπλανό καφενείο που μόλις άνοιξε. Δεν προσφέρει κάτι φαγώσιμο και έτσι αρκούμαστε στα μπισκότα που έχουμε μαζί μας. Αναχωρούμε στις 8:00 και σύντομα αφήνουμε πίσω μας τα τελευταία χωριά. Το νέο λεωφορείο είναι μεγάλο, βαρύ, δυσκίνητο και πηγαίνει απελπιστικά αργά στους δύσκολους χωματόδρομους όμως η διαδρομή είναι σπουδαία. Διασχίζουμε υψίπεδα, κατεβαίνουμε κοιλάδες, περνάμε ποτάμια, ξανανεβαίνουμε σε οροπέδια, το τοπίο αλλάζει συνεχώς. Σε ένα μεγάλης έκτασης οροπέδιο αρκετά ψηλά πάνω από τη ζώνη των δέντρων και χωρίς ορατή ανθρώπινη δραστηριότητα, αναρωτιέμαι αν τα ολιγομελή κοπάδια που συναντάμε είναι γκουανάκο το άγριο είδος το οποίο εξημερώθηκε και εξελίχθηκε σε λάμα και αλπάκα. Το λεωφορείο διαθέτει πόρτα η οποία απομονώνει τον οδηγό από τους επιβάτες, αποτρεπτικό μέσο για κλοπές και λεωφορειοπειρατίες. Κατά διαστήματα κάνουμε στάσεις για τουαλέτα. Εδώ όμως ο οδηγός σταματάει χωρίς να μας επιτρέψει να κατέβουμε και χώνεται από κάτω με τα εργαλεία του για εκ νέου κατσαβίδιασμα.

Γύρω στις 12:00 ταξιδεύουμε αρκετά χαμηλά μέσα σε μια καταπληκτική κοιλάδα, δίπλα σε ένα ποτάμι με πλατιά κοίτη σαν του Αχελώου. Στις όχθες βλέπουμε μπανανιές, μπουκαμβίλιες κόκκινες, μεξεδιές και πορτοκαλί, τριανταφυλλιές, κάκτους, νεσπολιές, χωράφια με καρπούζια και πεπόνια και διάφορα άλλα παράξενα δέντρα και φρούτα. Σταματάμε για να ανέβει μία γυναίκα που κρατάει ένα ταψί με διάφορα φαγώσιμα. Διαλαλεί τραγουδιστά και πουλάει το εμπόρευμα ενόσω το λεωφορείο συνεχίζει τη διαδρομή και κατεβαίνει αρκετά χιλιόμετρα πιο κάτω. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές πότε με ταψιά πότε με καλάθια με φαγώσιμα. Ψητές πατάτες, τηγανίτες και άλλα παράξενα εδέσματα που ομολογώ ότι μυρίζουν πολύ ωραία αλλά δεν ρισκάρουμε να τα δοκιμάσουμε. Η διαδρομή με λεωφορείο δεν είναι και το καλύτερο μέρος για να σε πιάσει διάρροια. Εκ των υστέρων, και εκ του ασφαλούς μια και δεν είχα κάποια στομαχική ενόχληση καθ’ όλο το ταξίδι, μετανιώνω που δεν δοκίμασα διάφορες τέτοιες υπαίθριες λιχουδιές. Φτάνουμε σε ένα σχετικά στενό σημείο για να διασχίσουμε την πλατιά κοίτη. Εδώ υπάρχει μία ιδιαίτερα στενή μεταλλική γέφυρα. Για να χωρέσει το λεωφορείο μαζεύουμε τους πλαϊνούς καθρέφτες. Ανηφορίζουμε από την άλλη όχθη και κάνουμε άλλη μία στάση σε ένα σπιτάκι - δωμάτιο πλάι στο δρόμο όπου ο οδηγός δίνει τρία καρβέλια ψωμί σε έναν παππού που τα περιμένει. Στις 14:30 μετά από μια συνεχόμενα ανηφορική διαδρομή σταματάμε για φαγητό σε ένα χωριό πάνω στο δρόμο. Λίγα διάσπαρτα σπίτια και το εστιατόριο. Με το που κατεβαίνουμε προέχει η τουαλέτα, οι άντρες μπροστά στους μαντρότοιχους των σπιτιών, οι γυναίκες δίπλα στο λεωφορείο πάνω στο δρόμο ανακούρκουδα με την κάλυψη των φορεμάτων τους. Ο Γιώργος ταλαιπωρημένος από το κρύωμα και τη διαδρομή δεν έχει όρεξη, δεν εμπνέει και το μέρος για τις συνθήκες υγιεινής, οπότε δεν μπορώ να τον πείσω να φάει, ούτε καν κατεβαίνει από το λεωφορείο. Ρωτάω τον οδηγό πόση ώρα θα σταματήσουμε, ένα τέταρτο μου απαντάει. Παραγγέλνω κλασικά κοτόσουπα. Αμέσως καταφθάνει μια μεγάλη γαβάθα σούπα με μακαρόνια. Από ψαχνό μέσα τίποτα παρά μόνο ένα πόδι από κοτόπουλο. Όχι μπούτι αλλά η πατούσα με τα τρία δάχτυλα. Τη βγάζω από τη γαβάθα και κατά τα άλλα η σούπα είναι νοστιμότατη. Είμαστε τόσοι άνθρωποι, παρήγγειλα και από τους τελευταίους, που να περισσέψει κρέας. Πληρώνω ώστε να είμαι έτοιμος για αναχώρηση και περιμένω πίνοντας το ζεστό μου τσάι. Το κόστος είναι 2 σολ (0,56 ευρώ) όταν προχθές για φαγητό με ποτά, κοκτέιλ και γλυκά πλήρωσα 70 σολ (19,60 ευρώ), ενδεικτικό του πόσο ευέλικτος μπορεί να είναι ο προϋπολογισμός της εκδρομής αναλόγως των επιλογών. Το “τέταρτο” κράτησε σχεδόν μία ώρα. Και την επόμενη ημέρα που ξαναρώτησα τον οδηγό στο φαγητό συνέβη το ίδιο. Μια και η καθυστέρηση θεωρείται δεδομένη, σου λένε πιο νωρίς από την ώρα που επιθυμούν να ξεκινήσουν. Όσο πλησιάζουμε στην περιοχή του Αγιακούτσο τα χωριά πληθαίνουν και κάνουμε συνεχείς στάσεις για επιβίβαση - αποβίβαση κόσμου. Το λεωφορείο γεμίζει ασφυκτικά και σε κάθε στάση προσπαθώ να ελέγχω μην κάνουν φτερά τα πράγματά μας από το χώρο των αποσκευών όπου συνεχώς μπαίνουν και βγαίνουν πράγματα. Φτάνουμε στις 19:00 με τρεις ώρες καθυστέρηση.

Το Αγιακούτσο η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής φημίζεται για τον αριθμό των εκκλησιών του που φτάνουν τις 70. Εδώ ήταν και το αρχηγείο του Φωτεινού Μονοπατιού, από εδώ ξεκίνησε η τρομοκρατία. Συνειρμικά σκέφτομαι ότι η πόλη ελκύει την τρομοκρατία συνδυάζοντας το αρχηγείο του Φωτεινού Μονοπατιού με τις 70 εκκλησίες. Στο όνομα του Χριστού οι ισπανοί διέπραξαν καταστροφές, αγριότητες, σκοτωμούς στη Λατινική και Κεντρική Αμερική. Δεκάδες ίσως εκατοντάδες χειρόγραφα των Μάγια κάηκαν από ιεραπόστολους ως έργα του Σατανά. Μόνο τέσσερα από αυτά τα βιβλία διεσώθησαν, και τα τέσσερα περιέχουν αστρονομικές παραπομπές.

Περπατάμε με τα κατασκονισμένα σακίδιά μας μέχρι ένα φτηνό hostel, που αν και δεν έχει θέρμανση έχει ζεστό νερό. Με το που φτάνουμε κόβεται το ρεύμα. Οι πολύωρες γενικές διακοπές ρεύματος είναι συνηθισμένες στην περιοχή όπως μαθαίνουμε. Κάνουμε βόλτα στην πόλη με τους φακούς και τρώμε σε πιτσαρία που διαθέτει φούρνο με ξύλα υπό το φως κεριών.

No comments: