9. Πορεία προς το Μάτσου Πίτσου (Machu Pichu)

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου
Αναχωρώντας με το τραίνο από το Κούσκο έχεις τρεις επιλογές για την πρόσβαση στο Μάτσου Πίτσου. Από το km 88 απαιτείται πορεία τεσσάρων ημερών, από το km 104 πορεία μίας ημέρας, ενώ από την πόλη Άκουας Καλιέντες (Aquas Calientes) δίπλα στο ποτάμι το Μάτσου Πίτσου απέχει ένα τέταρτο οδικώς με μικρό λεωφορείο. Η λύση του km 88 αποτελεί το κλασικό και ευρέως διαδεδομένο “μονοπάτι των Ίνκα” (Inca Trail). Είναι τόσο δημοφιλές ώστε οι αρχές αναγκάσθηκαν να θέσουν ανώτατο όριο 500 τουριστών ανά ήμέρα. Ακούσαμε αρνητικά σχόλια για την κοσμοπλημμύρα, το μποτιλιάρισμα στις ανηφόρες, το στρίμωγμα των αμέτρητων σκηνών στα μέρη κατασκήνωσης. Επιλέξαμε το km 104.

Έχω μία ευχάριστη προσμονή για τη σημερινή πορεία. Κάθομαι στο δάπεδο της αποβάθρας ακουμπώντας με την πλάτη στον τοίχο και χαζεύω τις γραμμές, τα βουνά, τους πλανόδιους με τις πραμάτειες τους. Πρώτο φτάνει το πολυτελές τραίνο. Μόλις σταματάει βιαστικοί κατεβαίνουν δεκάδες ιάπωνες να αποθανατίσουν με τις ψηφιακές τους κάμερες την αποβάθρα. Με κουστούμια, γραβάτες και καμπαρτίνες μου φαίνονται παράταιροι, εξωπραγματικοί. Στο πρώτο βαγόνι που βρίσκεται μπροστά και από τη μηχανή, στην πρώτη θέση με την απεριόριστη θέα, κάθεται μία όμορφη κοπέλα δίπλα σε μία ηλικιωμένη κυρία. Τα βλέμματά μας συναντιόνται. Η ματιά της είναι μελαγχολική. Όχι δεν θα ήθελα να είμαι στην προνομιούχο θέση της. Πως θα νοιώσεις τη βόλτα, αν δεν κουραστείς, αν δεν ιδρώσεις, αν δεν σκονιστείς, αν δεν ανακατευτείς στη μυρωδιά των ανθρώπων;

Λίγο αργότερα φτάνει το οικονομικό τραίνο. Ταξιδεύουμε παράλληλα στην κοίτη του ποταμού Ουρουμπάμπα (Ouroubamba), ο οποίος έχοντας συγκεντρώσει δεκάδες παραποτάμους κυλάει με ορμή δίπλα μας κατευθυνόμενος προς τον Αμαζόνιο. Κατεβαίνουμε στο km 104 και μέσω μιας κρεμαστής πεζογέφυρας περνάμε στην αριστερή όχθη. Οι πλαγιές εκατέρωθεν ανεβαίνουν κατάφυτες και απότομες. Ακόμη και στις κορυφές των βουνών υπάρχουν πυκνά δέντρα. Είμαστε αρκετά χαμηλά γύρω στα 2.000 m μέσα στην υψηλή ζούγκλα (high jungle) η οποία φτάνει μέχρι τα 2.800 m. Έχει ζέστη και υγρασία, η ανάβαση είναι επίπονη και χύνουμε ποτάμια ιδρώτα στα ατελείωτα σκαλιά και στο απότομο ανηφορικό μονοπάτι. Συναντάμε άγριες ορχιδέες. Κόκκινα χαρακτηριστικά φυτά σε μέγεθος μπάλας μπάσκετ φυτρώνουν πάνω σε κορμούς δέντρων και στα κατακόρυφα βράχια.

Ανάβαση προς Μάτσου Πίτσου – Ενδιάμεσος αρχαιολογικός χώρος στο βάθος.

Έχουμε φτάσει στη μέση της πλαγιάς και χαμηλά στο ποτάμι φαίνεται η υδροληψία με τον εξαμμωτή του υδροηλεκτρικού έργου ροής το οποίο δίνει ρεύμα και ανέπτυξε όλη την περιοχή. Μακριά μπροστά μας βλέπουμε έναν αρχαιολογικό χώρο με πολλές αναβαθμίδες. Καθαρισμένος από την βλάστηση ξεχωρίζει σκαρφαλωμένος στην πλαγιά. Το μονοπάτι συνεχίζει οριζόντια κρυμμένο μέσα στην πυκνή βλάστηση. Σταματάμε για λίγο στη λιμνούλα στη βάση όμορφου ψηλού καταρράκτη σε μια μισγάγγεια. Φτάνουμε στη βάση του αρχαιολογικού χώρου και από αμέτρητα σκαλιά ανεβαίνουμε κάθετα την πλαγιά.
Έχοντας ανέβει στη μέση του αρχαιολογικού χώρου.
Φθάνοντας στο επάνω μέρος του χώρου μέσω αμέτρητων σκαλοπατιών.

Στο επάνω μέρος του συναντάμε το μονοπάτι του Inca Trail. Προσπερνάμε το τελευταίο μέρος κατασκήνωσης και φτάνουμε στο καταφύγιο όπου τρώμε. Συνεχίζουμε και πάλι ανηφορικά αρκετό δρόμο μέχρι την “Πύλη του Ήλιου” (Sun Gate). Το δερμάτινο καουμπόικο καπέλο του Γιώργου είναι μούσκεμα από τον ιδρώτα, η Κάρολ ανέβηκε τα τελευταία σκαλιά με τα τέσσερα.
Στο καταφύγιο – πεταλούδα κάθεται στο δάχτυλο του Γιώργου – ιδρωμένο καπέλο.
Η πύλη του ήλιου από όπου πρωτοαντικρίζεις (πίσω μας) το Μάτσου Πίτσου.

Η πύλη του ήλιου είναι ο αυχένας από όπου πρωτοαντικρίζεις το Μάτσου Πίτσου. Το θέαμα σε συνεπαίρνει. Καθόμαστε για ώρα στις ζεστές από τον ήλιο πέτρες και απλώς απορροφούμε το τοπίο. Η τοποθεσία είναι εντυπωσιακή. Η πόλη γαντζωμένη ψηλά στη ράχη ενός μαιάνδρου του ποταμού έχει δεσπόζουσα θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Όλες οι γύρω πλαγιές είναι πνιγμένες στη βλάστηση, απότομες, χαραγμένες για χρόνια από τα ποτάμια τα οποία βρίσκονται πλέον στα βάθη των κοιλάδων εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω. Κατηφορίζουμε αργά προς τον αρχαιολογικό χώρο όπου κάνουμε ένα σύντομο περίπατο. Στη συνέχεια παίρνουμε το λεωφορείο για το Άκουας Καλιέντες. Στον στενό φιδογυριστό χωματόδρομο κινούνται γύρω στα τριάντα μικρά λεωφορεία, τα μόνα οχήματα στο μοναδικό δρόμο της περιοχής. Κάθε λεωφορείο έχει ένα παιδάκι με παραδοσιακή κόκκινη φορεσιά και σανδάλια που συναγωνίζεται το όχημα τρέχοντας κάθετα την πλαγιά από μονοπάτι με σκαλοπάτια. Στις στροφές χαιρετάει λαχανιασμένο τους τουρίστες περιμένοντας το φιλοδώρημα στο τέλος. Η πόλη του Άκουας Καλιέντες δημιουργήθηκε με την ανακάλυψη του Μάτσου Πίτσου κατά μήκος της γραμμής του τραίνου δίπλα στο ποτάμι. Τα περισσότερα ξενοδοχεία, εστιατόρια, οι πάγκοι και οι τέντες τις αγοράς βρίσκονται ακριβώς δίπλα στη γραμμή του τραίνου. Από πέρυσι λειτουργεί νέος σιδηροδρομικός σταθμός, τα τραίνα όμως που εξυπηρετούν τους ντόπιους εξακολουθούν να κάνουν στάση εδώ στην καρδιά της πόλης. Ο Χέρμαν παραγγέλνει το αγαπημένο του πιάτο “μπριζόλα των φτωχών” (Bistec Montado por la pobre) και το ίδιο κάνω και εγώ. Τεράστια μπριζόλα γαρνιρισμένη με σαλάτα εποχής, πιλάφι, πολτό αβοκάντο και πάνω στην μπριζόλα ή το πιλάφι ένα αυγό μάτι με μία ψητή μπανάνα κομμένη κατά μήκος στα δύο πάνω του.

No comments: